λεπτός — peeled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… … Dictionary of Greek